-
Στη φωτογραφία αυτή από τον Λόφο Πιερίας αποτυπώνεται το εσωτερικό δωματίου πέτρινης κατοικίας, τυπικής στην ελληνική ύπαιθρο τα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια. Στο λιτό περιβάλλον διακρίνονται τα απολύτως απαραίτητα και χρηστικά: στο ράφι το ραδιόφωνο, άοκνος σύντροφος για την ενημέρωση και την ψυχαγωγία, το ρολόι / ξυπνητήρι, ένα πακέτο τσιγάρα. Ο άντρας καθισμένος κρατά ένα κουβάρι σπάγκου με το οποίο δένει ένα μεγάλο δεμάτι με φύλλα καπνού. Το βλέμμα του ηλικιωμένου άντρα στρέφεται προς το βρέφος που κάθεται στο πάτωμα σε ένα κιλίμι. Τα χαμόγελα καθρεφτίζουν το παιχνίδισμα ανάμεσα στους δυο, καθώς η σκληρή αγροτική εργασία ενσωματώνει μαζί και τις οικογενειακές φροντίδες.
-
Το πορτραίτο του ηλικιωμένου άνδρα της φωτογραφίας έχει γίνει στο Καταφύγι της Κοζάνης, στο εσωτερικό μιας κατοικίας του χωριού. Ντυμένος με πουκάμισο και γιλέκο, με ρυτιδιασμένο πρόσωπο και ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, ο ηλικιωμένος αναδύεται ως μορφή άγνωστη και ταυτόχρονα οικεία, μέσα από την αγροτική Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60, αποτελώντας μέρος μιας γενιάς που πέρασε μεγάλες στερήσεις και έζησε τη φρίκη του πολέμου. Η φωτογραφία διαθέτει αμεσότητα ενώ είναι τραβηγμένη με τη μηχανή σε ελαφρά χαμηλότερη θέση, περιβάλλοντας την αντρική μορφή με μια αίσθηση σεβασμού.
-
Η φωτογραφική σκηνή έχει αποτυπωθεί στο Καταφύγι του νομού Κοζάνης, αποδίδοντας τη μορφή δυο ηλικιωμένων γυναικών. Τα μαύρα ρούχα και η μαντήλα στο κεφάλι συνιστούν ένδειξη πένθους, καθώς ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή οι γυναίκες να φορούν μαύρα, συχνά για πολλά χρόνια, αν είχε πεθάνει ο άντρας τους ή κάποιο στενό συγγενικό πρόσωπο. Τα πρόσωπα μοιάζουν κουρασμένα, ταλαιπωρημένα από το χρόνο και τις κακουχίες, παρότι η μια από τις δυο γυναίκες έχει μια αυστηρή έκφραση που υποδεικνύει αποθέματα ψυχικής αντοχής. Καθισμένες σε ένα βράχο κάτω από τον ήλιο, υποθέτει κανείς ότι αναπαύονται πρόσκαιρα για να συνεχίσουν ή ότι ίσως περιμένουν στη στάση ενός υπεραστικού λεωφορείου. Αυτό που φαντάζει περισσότερο βέβαιο είναι ότι έχουν διανύσει κάποια απόσταση περπατώντας, γιατί τα παπούτσια τους είναι πολύ σκονισμένα.
-
Η φωτογραφία, από τη Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής αντανακλά μέρος από τα ήθη και την κοινωνική συμπεριφορά των κατοίκων της ελληνικής υπαίθρου, που εξοικειώνονται με τις καλοκαιρινές χαρές της θάλασσας, επιχειρώντας να δροσιστούν και να περάσουν ανέμελες στιγμές. Το βλέμμα του Στυλιανού επικεντρώνεται στο αγόρι και τις δυο μαυροντυμένες γιαγιάδες που επιδίδονται με προσήλωση σε ένα παιχνίδι με χαρτιά τράπουλας. Τα στρωμένα κιλίμια, ο άντρας που ξεκουράζεται στην ξαπλώστρα, οι τσάντες και η νταμιτζάνα που έχουν αφεθεί στη γη παραπέμπουν σε ένα πνεύμα μεγαλύτερης φυσικότητας στην επαφή με τη φύση. Το φως του ήλιου στο βάθος φωτίζει φιγούρες ανθρώπων που διασχίζουν το τοπίο.
-
Σε μια φωτογραφία από πανηγύρι της Κατερίνης, ο Στυλιανού εντοπίζει μικρές σκηνές καθημερινότητας: αυτοσχέδιοι πάγκοι και κιόσκια στημένα με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών και διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων να περιφέρονται γύρω και ανάμεσά τους. Η σκηνή φανερώνει ανάγλυφα το λαϊκό χαρακτήρα της εκδήλωσης, που αποτελούσε πόλο έλξης στην τοπική κοινωνία, για απλό περίπατο, ψυχαγωγία όσο και αγορά τοπικών προϊόντων, ζωογονώντας την ελληνική ύπαιθρο, συμβάλλοντας στην κοινωνικοποίηση των κατοίκων. Στο στιγμιοτυπικό κομμάτι της εικόνας, ο φακός εντοπίζει δυο αγόρια που μοιάζουν να μαλώνουν, καθώς δυο νεαρές κυρίες ντυμένες σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, στρέφουν το κεφάλι για να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Η φωτογραφία εικονίζει ένα περιστατικό της καθημερινότητας και την ανώνυμη ανταλλαγή στο δημόσιο χώρο.
-
Στη συγκεκριμένη φωτογραφία από πανηγύρι της Κατερίνης, ο Στυλιανού αποτυπώνει μια σκηνή που φανερώνει ανάγλυφα τον χαρακτήρα τέτοιων λαϊκών εκδηλώσεων, τη φυσική ανάμιξη δηλαδή του επαρχιακού με το αστικό στοιχείο, όπως αποτυπώνεται στις ενδυμασίες, στις κομμώσεις και την ευρύτερη δημόσια εικόνα. Στο βάθος της εικόνας διακρίνονται κιόσκια και πάγκοι με προϊόντα, ενώ στο πρώτο πλάνο ένας ανοιχτός χώρος με αρκετή κίνηση ανθρώπων. Ένα στοιχείο που κεντρίζει το βλέμμα του θεατή είναι ο ηλικιωμένος κύριος που βρίσκεται καθισμένος στο χώμα, έχοντας αφήσει το μπαστούνι του, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον κόσμο γύρω του, όπως και ο κόσμος γι’ αυτόν. Μπορεί μόνο να υποθέσει κανείς ότι ίσως είναι υπό την επήρεια αλκοόλ και γι’ αυτό ξάπλωσε καταμεσής του δρόμου.
-
Οι φωτογραφίες του Γιάννη Στυλιανού από την ελληνική επαρχία μοιάζουν να αποφεύγουν την ευκολία της ηθογραφικής εξιδανίκευσης και να εικονίζουν την πραγματική συνθήκη μέσα από την καθημερινότητά της. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία, σ’ έναν έρημο χωματόδρομο του χωριού με αραιή παρουσία κατοικιών, εμφανίζεται ένα μικρό παιδί, μόνο, να κλαίει γοερά. Με φτωχικά ρούχα και κοντά κουρεμένα μαλλιά, μοιάζει να μυείται από μικρή ηλικία στη συνθήκη της αναγκαιότητας, καθώς και στις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης της ελληνικής υπαίθρου την δεκαετία του ’60.
-
Σε μια ακόμη φωτογραφία από εξόρμηση στην ελληνική ύπαιθρο, ο Στυλιανού φωτογραφίζει στον Λόφο Πιερίας δυο μικρά παιδιά σε περίοδο καλοκαιρινής ραστώνης. Τα ξυπόλητα, κοντοκουρεμένα και με φτωχικά ρούχα αγόρια εντοπίζονται σε ένα χωματόδρομο του χωριού, δίπλα από την περίφραξη κάποιας οικίας. Η πέτρινη αγροικία και το κτίσμα που μοιάζει με αποθήκη ή στάβλο στο βάθος δεξιά συμπληρώνουν μια αυθεντική σκηνή της ελληνικής επαρχίας στο τέλος της δεκαετίας του ‘60. Πρόκειται για μια ματιά στην εσωτερική, ανεπιτήδευτη Ελλάδα, που για την ώρα επιβιώνει μακριά από τα θέλγητρα αλλά και τις τριβές της αστικής ζωής. Το ένα από τα δυο παιδιά μοιάζει απορροφημένο, ενώ το άλλο καθηλώνεται από την παρουσία του φακού με τρόπο που φανερώνει την ελάχιστη εξοικείωση με τη φωτογραφία.
-
Η καθημερινότητα σ’ ένα χωριό όπως ο Λόφος Πιερίας αναδεικνύεται στη φωτογραφία με απλότητα μέσα στο ηλιόλουστο πρωινό. Στην αυλή ενός σπιτιού, έξω ακριβώς από την πόρτα, εκτυλίσσεται μια σκηνή στην οποία μια γυναίκα προσπαθεί να φροντίσει το πρωινό των μικρών μελών της οικογένειας. Δίπλα ακριβώς, μια κοπέλα χτενίζει τα πλούσια, μακριά μαλλιά που της κρύβουν το πρόσωπο, ενώ το φως του ήλιου τη λούζει. Η σύνθεση δείχνει στέρεη παρά τη στιγμιοτυπική διάθεση της λήψης, που αναδίδει μια αίσθηση ανέμελης, φυσικής ζωής.
-
Το ολόσωμο αυτό πορτρέτο από τον Λόφο Πιερίας μυεί ευγενικά τον θεατή στην έννοια της παιδικότητας. Το μικρό κορίτσι με τα κοντά μαλλιά στέκει όρθιο σε κάποιο δρόμο του χωριού μπροστά από ένα πέτρινο τοίχο. Το βλέμμα του μοιάζει απορροφημένο με γλυκιά αθωότητα από κάτι που εκτυλίσσεται δίπλα στον φωτογράφο. Η αμηχανία του εκφράζεται από τον τρόπο που πλέκει τα δάχτυλά του και στρέφει προς τα μέσα το πέλμα του ποδιού του. Η λιτή σκηνή διαθέτει μια αίσθηση φτωχικότητας και παράλληλα ανεμελιάς.
-
Η καλοκαιρινή αυτή σκηνή έχει συλληφθεί σε παραλία της Μεταμόρφωσης στη Χαλκιδική. Στα παραθαλάσσια, σκιασμένα τραπέζια μιας ταβέρνας ένας άντρας, έχοντας τελειώσει το γεύμα του και καταναλώσει μπύρα, γέρνει το κεφάλι του για μια σύντομη ανάπαυση στην πλάτη της καρέκλας του, ίσως σε κατάσταση ελαφράς μέθης, μέσα στη γαλήνια ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Η φωτογραφία δηλώνει μια χαλαρή, πιο αυθόρμητη, διαχείριση του δημόσιου χώρου στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, πέρα από τυπικές συμβατικότητες. Τα απλωμένα γύρω τραπέζια και οι καρέκλες του άδειου μαγαζιού, καθώς και οι αχτίδες φωτός που φτάνουν στο δάπεδο προσδίδουν ζωηράδα και ρυθμικότητα σε μια κατά τα άλλα έρημη από δράση σκηνή.
-
Σε ένα πολυσύχναστο δρόμο ευρωπαϊκής πόλης, ο Στυλιανού περιγράφει την καθημερινή συνθήκη της διαρκούς ροής, της ανωνυμίας, των ασύμπτωτων βλεμμάτων ανθρώπων με διαφορετικούς κώδικες ενδυμασίας. Άνθρωποι διασχίζουν τον δρόμο, συνομιλούν, βιάζονται ή περιμένουν υπομονετικά στο πεζοδρόμιο. Στο βάθος διαφαίνονται πινακίδες ξενοδοχείων. Η κυρία με το κομψό ταγέρ στο πρώτο πλάνο μοιάζει να είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται ελαφρώς συνοφρυωμένη την παρουσία του φωτογράφου. Τριγύρω της ανύποπτοι περαστικοί φαίνεται να αδιαφορούν για την παρουσία του φακού. Στο στιγμιότυπο αυτό, δείγμα της φωτογραφίας δρόμου του Στυλιανού, συμπυκνώνεται με ζωντάνια ο παλμός της σύγχρονης ζωής που ενσωματώνει στοιχεία διαφορετικότητας.
-
Σε αυτή τη φωτογραφία ο Στυλιανού αφήνει τα μοναχικά πορτραίτα δρόμου και εισχωρεί με λεπτότητα σε ένα θορυβώδες οπτικά αστικό τοπίο. Μέσα στο πλήθος νέων κυρίως ανθρώπων που κινούνται σε κάποιο πολυσύχναστο δρόμο το βλέμμα του εντοπίζει ένα ζευγάρι που κινείται αγκαλιασμένο. Πρόκειται για μια σκηνή που εκτυλίσσεται με άνεση και φυσικότητα, πέρα από τα αυστηρότερα ελληνικά ήθη της περιόδου, και ίσως γι’ αυτό έλκει την προσοχή του φωτογράφου, που για άλλη μια φορά περιγράφει τη σκηνή με τρόπο ανύποπτο, κινούμενος πίσω από την ομάδα ανθρώπων του πρώτου πλάνου.
-
Ο Στυλιανού και σε αυτή τη φωτογραφία από την ενότητα της Ευρώπης μοιάζει να απέχει από μια απλουστευτική ή στερεοτυπική λήψη. Τοποθετημένη σε μια πλατεία, στο βάθος της οποίας διακρίνεται τμήμα ενός μεγάλου δημόσιου γλυπτού, η εικόνα ξεκινά από τα κάγκελα στο πρώτο πλάνο που οδηγούν το μάτι στις δυο μορφές που είναι ακουμπισμένες σ’ αυτά. Αντίθετα με τις υπόλοιπες φιγούρες που βρίσκονται σε κίνηση μέσα στη ροή της μέρας, οι δυο άντρες είναι σε θέση ανάπαυσης ή αναμονής. Καθώς τα σώματα και τα βλέμματά τους είναι στραμμένα σε αντιδιαμετρικές πλευρές, η εικόνα μοιάζει να μιλά για την αποξένωση της ανωνυμίας, την καθημερινή αδιάφορη συνύπαρξη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας μεγάλης πόλης.
-
Η εκφραστική κίνηση του πωλητή εφημερίδων σε μια ακόμη ανύποπτη φωτογραφία τίθεται σε αντιπαραβολή με τα άψυχα μανεκέν που κοιτούν προς το δρόμο μέσα από καθηλωμένες στάσεις σώματος. Ο Στυλιανού μοιάζει να μελετά την καθημερινή ζωή των ευρωπαϊκών δρόμων, με τρόπο ανεπιτήδευτο, διακριτικό. Η αβίαστη απλότητα και η φυσικότητα της κίνησης είναι φανερά σε μια ακόμη φωτογραφία στην οποία ο Στυλιανού παρατηρεί μια μεμονωμένη φιγούρα σε σχέση με το αστικό περιβάλλον.
-
Ο Στυλιανού ήταν επηρεασμένος από το έργο φωτογράφων όπως ο Henri Cartier-Bresson και ο Robert Doisneau. Η έμφυτη διακριτικότητά του τον οδηγούσε συχνά, ακόμη και στη φωτογραφία δρόμου, να εικονίζει σκηνές από θέση πλάγια, ακόμα και από πίσω. Ως σύγχρονος flaneur, φωτογραφίζει έναν πολίτη ευρωπαϊκής πόλης να χαζεύει τη βιτρίνα ενός καταστήματος. Ο διάλογος ανάμεσα στο έμψυχο σώμα και τα άψυχα μανεκέν είναι ευδιάκριτος, μαζί με τις αντανακλάσεις που περιγράφουν το σύνθετο περιβάλλον της μοντέρνας πόλης. Η πινακίδα με το ευμέγεθες μάτι αναφέρεται στην ένδυση, αλλά στη φωτογραφία μοιάζει να παραπέμπει ακόμη στην εγρήγορση που απαιτεί η φωτογραφία δρόμου.
-
Ο Στυλιανού στην ενότητα της Ευρώπης στρέφεται πολύ πιο εμφατικά στη φωτογραφία δρόμου, για την οποία διατηρούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στην ισορροπημένη αυτή σύνθεση μια διαγώνια γραμμή οδηγεί το βλέμμα στο φόντο όπου δεσπόζουν κτήρια με ιστορικό χαρακτήρα, αποκλείοντας συγχρόνως κάθε δυνατότητα διαφυγής του βλέμματος. Στο κέντρο της φωτογραφίας ένας άντρας καθισμένος σε κάγκελα, κοιτάζει κάπου μακριά έξω από το κάδρο, διπλωμένος προσωρινά σε μια στάση αναμονής. Ο Στυλιανού γίνεται παρατηρητής των μικρών καθημερινών συμβάντων και σκηνών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ζωή, πέρα από τον επιφανειακό εντυπωσιασμό, τα οποία περιγράφουν την κοινωνική συνθήκη.
-
Στην ενότητα των φωτογραφιών από την επίσκεψή του σε μια σειρά ευρωπαϊκών πόλεων στα τέλη του ΄60, ο Στυλιανού ασκήθηκε στη φωτογραφία δρόμου. Η φωτογραφία συλλαμβάνει την κίνηση ενός ηλικιωμένου άντρα που διασχίζει με γρήγορο ρυθμό μια λεωφόρο. Με ένα τρόπο παράδοξο η ώριμη ηλικία μοιάζει στη φωτογραφία να δρασκελίζει γοργά τον χώρο ενώ η νεότητα, με τη μορφή των μανεκέν της βιτρίνας, είναι εγκλωβισμένη σε μια βιτρίνα. Τη σκηνή συμπληρώνει το ευδιάκριτο μάτι που διακρίνεται σε επιγραφή του καταστήματος, μια έμμεση αναφορά στην όραση, που γίνεται όλο και πιο κυρίαρχη αίσθηση στην αντίληψη του σύγχρονου κόσμου. Ο Στυλιανού αφήνεται να γοητευτεί από την ορμή της εφήμερης στιγμής και τα πιο περίπλοκα συμφραζόμενα των ευρωπαϊκών δρόμων.
-
Τα στιγμιότυπα από τις πόλεις της Ευρώπης που φωτογράφισε ο Στυλιανού φέρουν αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την Ελλάδα του 1968. Το αστικό περιβάλλον έχει συχνά μια αίσθηση εντονότερου ρυθμού, μεγαλύτερης πολυπλοκότητας, περισσότερων πληροφοριών, ευνοώντας μια φωτογραφία δρόμου πιο εκφραστική σε σύγκριση με εκείνη από την ελληνική πραγματικότητα. Στη συγκεκριμένη σκηνή ένας άντρας με κοστούμι και δερμάτινη βαλίτσα φαίνεται να έχει σταματήσει για ένα πρόχειρο γεύμα αλλά ακόμη και αυτή τη στιγμή μοιάζει σφιγμένος, απορροφημένος, με βλέμμα που χάνεται στο βάθος εκτός κάδρου. Οι ισχυρές γραμμές από τον σκελετό του καταστήματος δημιουργούν ένα σφιχτό πλαίσιο που εγκλείει τον άνθρωπο, γεννώντας μια αίσθηση πίεσης.
-
Στην ενότητα της Ευρώπης ο Στυλιανού ελίσσεται ως παρατηρητής ανάμεσα στους ανοιχτούς και τους κλειστούς χώρους, σαν ένας αδιόρατος παρατηρητής που αναζητά αντιθέσεις, το μυστήριο που κρύβει η στάση ή η έκφραση των ανθρώπων. Στην συγκεκριμένη φωτογραφία εστιάζει σε ένα κλειστό τηλεφωνικό θάλαμο. Η γυναίκα που είναι κλεισμένη σ’ αυτόν, καθώς και οι δυο φιγούρες που είναι κομμένες στα άκρα του κάδρου, μαρτυρούν μια αίσθηση κερματισμού και αποξένωσης, που ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 αρχίζει να γίνεται αντιληπτή στην Ευρώπη.
-
Στην ενότητα της Ευρώπης, σε μια φωτογραφία που μοιάζει να έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Στυλιανού εικονίζει ένα επαρχιακό, απόμερο τοπίο. Κυριαρχεί η άκρη ενός αυτοκινήτου από το πορτμπαγκάζ του οποίου προεξέχει μέρος ενός βιολοντσέλου. Λίγο μακρύτερα, μια γυναίκα σε ένα ποδήλατο διασχίζει τον χωμάτινο δρόμο χωρίς ορατή κατεύθυνση. Τη σύνθεση καθορίζει η ρυθμική διαδοχή των δέντρων που επιβάλλεται στη σκηνή προσδίδοντας μια στέρεη αίσθηση στο κάδρο. Η φωτογραφία παραπέμπει στην τυχαιότητα του ταξιδιού ως διαδικασία, στη διάρκεια του οποίου συναντά κανείς εφήμερους απρόσμενους συσχετισμούς στοιχείων που αναμένουν νοηματοδότηση ή γεννούν από μόνα τους μια νέα.
-
Στην ενότητα της Ευρώπης ο Στυλιανού δημιούργησε μια σειρά λήψεων από βιτρίνες, στις οποίες έμοιαζε να σχολιάζει την απρόσωπη τεχνητότητα του σύγχρονου καταναλωτισμού, περισσότερο εμφανή στις ανεπτυγμένες οικονομίες από ότι τότε στην περιφέρεια. Η προσεκτική σύνθεση που τεμαχίζει ρούχα και χρησιμοποιεί τη διαγώνιο γραμμή σαν στοιχείο δυναμισμού, κρατά το γυναικείο μανεκέν εγκλωβισμένο σε μια κεκλιμένη θέση σχεδόν άμυνας, αντίθετη με το απλανές βλέμμα. Η φωτογραφία, με τις καθαρές φόρμες και γραμμές, γίνεται μια μεταφορά εγκλωβισμού, ένα είδος κριτικού βλέμματος προς τον ελκυστικό, όσο και αυξανόμενα απρόσωπο κόσμο της σύγχρονης ζωής.
-
Σ’ αυτή τη φωτογραφία από την ενότητα της Ευρώπης, ο Στυλιανού μεταφέρει τον θεατή στο πλαίσιο μιας βιτρίνας που έχει πρόσβαση στο βλέμμα από διαφορετικές γωνίες. Τα εκλεπτυσμένα γυναικεία ενδύματα και αξεσουάρ φαίνονται τοποθετημένα με ακρίβεια στο δάπεδο: μια τσάντα, ένα καπέλο, ένα ζευγάρι γοβάκια, ένα γυναικείο παλτό μοιάζουν να ζωντανεύουν μπροστά στα βλέμματα των θεατών. Το ίδιο ισχύει και για το μανεκέν που μοιάζει να στρέφεται προς τον φωτογράφο. Οι μικροί προβολείς με τη σειρά τους προσθέτουν μια αίσθηση σκηνικού χώρου. Αποτυπώνοντας στο δεύτερο πλάνο τους δυο καλοντυμένους άντρες που συζητούν μπροστά από τη βιτρίνα, ο Στυλιανού εισάγει ένα στοιχείο κριτικής προς την απρόσωπη, καλοστημένη μηχανή του καταναλωτισμού, στην οποία οι θεατές της βιτρίνας (ίσως και της φωτογραφίας) μοιάζουν εγκλωβισμένοι.
-
Ο Στυλιανού καλλιεργεί στην ενότητα της Ευρώπης την παρατήρηση της μικρής χειρονομίας και έκφρασης, στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εστιάζει στην παρατήρηση ως μέρος της καθημερινότητας που μας περιβάλλει. Ένας άντρας βάφει γονατισμένος και συγκεντρωμένος, καθώς ένας άλλος ντυμένος με κοστούμι μοιάζει να τον παρατηρεί μέσα από την βιτρίνα του καταστήματος. Η βιτρίνα είναι το όριο μπροστά στο οποίο συναντιούνται, σε μια στιγμή που διαφεύγει από το σύνηθες καταναλωτικό βλέμμα, δεδομένο που ίσως προσελκύει και το ενδιαφέρον του θεατή. Η συνήθης μηχανική δραστηριότητα παρατήρησης προϊόντων μετατρέπεται εδώ σε παρατήρηση ενός ανθρώπου από άλλον, οι οποίοι ανήκουν σε διακριτούς κόσμους.
-
Σε αυτή την ενότητα φωτογραφιών ο Στυλιανού αποτυπώνει στο φακό του στιγμιότυπα από ευρωπαϊκές πόλεις. Επαγγελματικοί λόγοι τον οδήγησαν το 1968 σε μια σειρά από ταξίδια σε πόλεις, όπως το Μιλάνο, την Πάδοβα, την Βενετία, τη Λωζάνη και τη Μασσαλία. Το προσεγμένο ντύσιμο των δυο κυρίων παραπέμπει σε επαγγελματική συνάντηση που ίσως λάμβανε χώρα στις κλαδικές εκθέσεις που ο φωτογράφος συχνά επισκεπτόταν. Το κοστούμι, η γραβάτα, το καπέλο και ο δερμάτινος χαρτοφύλακας ως σύνολο ενός κομψού ντυσίματος προβάλλει στη φωτογραφία ως σύμβολο επαγγελματικού κύρους. Ο φακός του Στυλιανού σε αυτή την ενότητα ασκείται σε στιγμιοτυπικού χαρακτήρα σκηνές, τις οποίες προσπαθεί να αποδώσει με φυσικότητα, μελετώντας χαρακτήρες ή διαφορετικές συνθήκες με το βλέμμα του εξωτερικού παρατηρητή.