-
Η φωτογραφία συνιστά στιγμιότυπο από την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου Ικέτιδες που συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα των Δεύτερων Δελφικών Εορτών τις οποίες διοργάνωσαν ο Άγγελος και η Εύα Palmer-Σικελιανού το 1930. Η φωτογραφία απαθανατίζει την κίνηση των μελών του χορού των Δαναΐδων τόσο στην ορχήστρα όσο και επάνω στην εξέδρα ενώ στα δεξιά διακρίνεται η παρουσία τεσσάρων ακόλουθων του Κήρυκα με τα χαρακτηριστικά ζωόμορφα προσωπεία τους. Στην εξέδρα, η οποία σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Γεώργιο Κοντολέοντα, διακρίνεται πίσω από τις Δαναΐδες αρχαϊκός θρόνος ενώ μέρος του σκηνικού αποτελούν το άγαλμα του Διά στα δεξιά, δημιούργημα του Μιχαήλ Τόμπρου, ένα αντίγραφο του Απόλλωνα του δελφικού μουσείου στα αριστερά καθώς και ο βωμός ανάμεσά τους. Η εικόνα συμπληρώνεται από τον επιβλητικό ορεινό όγκο της Κίρφης που δεσπόζει με τις κορυφές της στο φόντο.
-
Οι οργανωτές των Δελφικών Εορτών του 1927 και 1930, Άγγελος και Εύα Palmer- Σικελιανού, παρουσίασαν την πρώτη ημέρα κάθε διοργάνωσης την τραγωδία του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης. Η φωτογραφία συνιστά στιγμιότυπο της παράστασης των Δεύτερων Δελφικών Εορτών και αποτυπώνει τους ηθοποιούς που υποδύονται τον Ερμή και τον Προμηθέα καθώς και τα μέλη του χορού των Ωκεανίδων, παραταγμένα σε χορευτική διάταξη. Το αφαιρετικό σκηνικό σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Γεώργιος Κοντολέων για τις Εορτές του 1930 αντικαθιστώντας το μεγάλο βράχο του ’27 με μια χαμηλή σκηνική βάση από τσιμέντο, η οποία κατέληγε σε τέσσερις σειρές σκαλοπατιών. Η στήλη στο κέντρο της κατασκευής χρησιμοποιήθηκε για την καθήλωση του Προμηθέα από τον Ήφαιστο με τη βοήθεια του Κράτους και της Βίας. Στο φόντο αναπτύσσεται το επιβλητικό δελφικό τοπίο με τις κορυφές του όρους Κίρφη.
-
Η παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης παρουσιάστηκε την πρώτη ημέρα των Δεύτερων Δελφικών Εορτών του 1930. Η φωτογραφία της Nelly’s αποτυπώνει ένα στιγμιότυπο με τέσσερις ηθοποιούς που ποζάρουν στην ορχήστρα, μπροστά από τις κερκίδες του κοίλου στο αρχαίο θέατρο των Δελφών. Από αριστερά προς τα δεξιά, εμφανίζονται οι: Κράτος (Ιωάννης Αυλωνίτης), Προμηθέας (Γεώργιος Μπούρλος), Βία και Ήφαιστος (Ηλίας Δεστούνης). Τα προσωπεία που χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση είχαν ανατεθεί στη γλύπτρια Hélène Sardeau ενώ τα κοστούμια των ηθοποιών είχε σχεδιάσει και υφάνει σε αργαλειό η Εύα Palmer-Σικελιανού. Το λιτό ένδυμα του τραγικού ήρωα Προμηθέα έρχεται σε αντίθεση με τα περίτεχνα, κεντημένα κοστούμια των δευτερευόντων χαρακτήρων.
-
Την πρώτη ημέρα των Δελφικών Εορτών, το 1927 και το 1930 αντίστοιχα, ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα την τραγωδία του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης. Η φωτογραφία συνιστά στιγμιότυπο της παράστασης από τις Δεύτερες Δελφικές Εορτές και αποτυπώνει τα μέλη του χορού των Ωκεανίδων παραταγμένα διαδοχικά σε χορευτική κίνηση να ακουμπούν στη στήλη που είναι στημένη στο αφαιρετικό σκηνικό που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Γεώργιος Κοντολέων, αποτελούμενο από ένα χαμηλό επίπεδο από τσιμέντο, το οποίο κατέληγε σε τέσσερις σειρές σκάλες. Στο φόντο αναπτύσσεται το επιβλητικό δελφικό τοπίο με τις κορυφές του όρους Κίρφη.
-
Η φωτογραφία συνιστά στιγμιότυπο από την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου Ικέτιδες που συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα των Δεύτερων Δελφικών Εορτών που διοργάνωσαν ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού το 1930. Η Nelly’s είχε αναλάβει αποκλειστική φωτογράφος των Εορτών. Η φωτογραφία αποτυπώνει τις πενήντα Δαναΐδες του Χορού κατά την άνοδο τους από τις σκάλες της εξέδρας που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Γεώργιος Κοντολέων, με μία εξ αυτών να στέκεται μόνη στο ψηλότερο επίπεδο. Τη σκηνογραφία συμπληρώνει ο αρχαϊκός θρόνος πάνω στην εξέδρα και ο βωμός μπροστά από αυτή, όπως και τα δυο αγάλματα εκατέρωθεν, ο Δίας του Μιχαήλ Τόμπρου και ο Απόλλων, αντίγραφο του Δελφικού μουσείου. Το επιβλητικό δελφικό τοπίο με τις κορυφές της Κίρφης που δεσπόζει στο φόντο λειτουργεί σαν προέκταση του αφαιρετικού σκηνικού.
-
Η λήψη αποτυπώνει το ολόσωμο πορτραίτο του Ηλία Δεστούνη που υποδυόταν τον Ερμή στην παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης η οποία παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο των Δελφών, στο πλαίσιο των Δεύτερων Δελφικών Εορτών που οργάνωσε το ζεύγος Σικελιανού το 1930. Στην απεικόνιση φαίνονται καθαρά τα στοιχεία της σκευής του ηθοποιού, σανδάλια, καπέλο και κηρύκειο, χαρακτηριστικά του υποδυόμενου ρόλου, καθώς και το κοστούμι με τον φυτικό διάκοσμο το οποίο σχεδίασε και ύφανε η Εύα Palmer-Σικελιανού. Ο φακός επικεντρώνεται στη μορφή του ηθοποιού και ειδικά στην έκφραση του προσώπου και των ματιών όπως αναδεικνύονται από το έντονο μακιγιάζ. Στο θολό φόντο διακρίνεται τμήμα από τις Φαιδριάδες πέτρες και την κοιλάδα του Πλειστού.
-
Ο φωτογράφος, με την καλλιτεχνική του ευαισθησία και την τεχνική του αρτιότητα, αποδίδει ανάγλυφα την τρυφερή συνύπαρξη ενός πατέρα με την κόρη του. Ο μάλλον αστικής καταγωγής άντρας, με το εκλεπτυσμένο ευρωπαϊκού χαρακτήρα ντύσιμο και η μικρή του κόρη με το χαριτωμένο φωτεινό φόρεμα και την προσεγμένη κόμμωση ποζάρουν καθιστοί. Ο άντρας στηρίζει το δεξί του χέρι σε μια ομπρέλα και κρατά με το άλλο το χέρι της κόρης του. Το βλέμμα του δεν συναντά τον φακό σε αντίθεση με αυτό του κοριτσιού που κοιτάζει έντονα τον θεατή. Το λουλούδι στα χέρια του κοριτσιού πλαισιώνει αισθητικά την εικόνα. Το ζωγραφισμένο φόντο σε συνδυασμό με το χαλάκι γεννά την ψευδαίσθηση ενός ελεγχόμενου χώρου.
-
Στη λήψη, η οποία έγινε σε υπαίθριο χώρο χωρίς τη χρήση ζωγραφισμένου μουσαμά, εικονίζεται μια οικογένεια χωρικών. Ο φωτογράφος, επιστρατεύοντας τη συνθετική του δεινότητα, παρατάσσει τους φωτογραφιζόμενους σε μία ισορροπημένη, αρκετά συμμετρική εικόνα. Στο κέντρο τοποθετείται καθιστή η γηραιότερη μορφή, ενώ εκατέρωθεν αυτής στέκουν όρθιοι, χωρισμένοι ανά φύλο, οι γονείς και τα παιδιά. Η πάντα μελετημένη χρήση των χεριών, με τα αγγίγματα και το κράτημα λουλουδιών από τα παιδιά, ενισχύει το αίσθημα δεσίματος της οικογένειας και τη φυσικότητα της σκηνής. Τα σκηνοθετικά τεχνάσματα του Παπάζογλου επιδιώκουν ίσως να καλύψουν την αμηχανία των προσώπων η οποία εντούτοις παραμένει έκδηλη στο βλέμμα τους. Στα δεξιά και ελαφρά εκτός βάθος πεδίου, διακρίνεται η ύπαρξη κάποιων αχνών μορφών που μοιάζουν να παρακολουθούν τη διαδικασία, που μάλλον θα αφαιρούνταν στο τελικό τύπωμα μέσω ρετούς. Η ψηφιοποίηση και εκτύπωση ολόκληρης της πλάκας προσφέρουν στο θεατή την εποπτεία όλων των στοιχείων που περιέχονται σ’ αυτήν, πριν επέμβει ο φωτογράφος για να αποσπάσει την τελική εικόνα.
-
Στις περιπτώσεις των ομαδικών πορτραίτων, ο Παπάζογλου χρησιμοποιεί κατάλληλα τον όγκο και την μορφή των εικονιζόμενων για να δημιουργήσει αρχιτεκτονικά δομημένες συνθέσεις. Η παρούσα φωτογραφία συνιστά μια αντιπροσωπευτική περίπτωση αυτής της επιδίωξης. Ο φωτογράφος τοποθετεί δύο νέες γυναίκες σαν μεταφορικά στηρίγματα στα πλάγια της σύνθεσης και ανάμεσά τους το σύμπλεγμα της καθιστής γηραιάς γυναίκας με το μικρό αγόρι. Οι κυρίες με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά φορέματα, τα στολισμένα καπέλα και τα κοσμήματα, που συναγωνίζονται σε φινέτσα και πολυτέλεια την κομψότητα της Αθήνας, στέκουν πλάι στην ντυμένη με παραδοσιακή ενδυμασία της Καστοριάς γυναίκα. Μέσα από ένα σύστημα επάλληλων αντιθέσεων, όπου οι σκούροι τόνοι συναντούν τους ανοιχτούς, το λιτό αναμετριέται με το πομπώδες και η παράδοση αντιμάχεται τον εκσυγχρονισμό, αποδίδεται τελικά μια ιδιαίτερα ισορροπημένη εικόνα. Οι νηφάλιες και χαμογελαστές εκφράσεις των προσώπων προσφέρουν ανάλαφρο χαρακτήρα στην εικόνα αφαιρώντας βάρος από την ταραγμένη περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα στην περιοχή της Μακεδονίας.
-
Η νεαρή γυναίκα από την Κλεισούρα Καστοριάς ποζάρει στο φακό του Παπάζογλου με την αρχοντική της εμφάνιση. Η επιβλητική της παρουσία οφείλεται κυρίως στο εντυπωσιακό, ανοιχτόχρωμο φόρεμά της με τη γυαλιστερή υφή και τα φυτικά μοτίβα. Την εντυπωσιακή δυτικότροπη ενδυμασία συνοδεύουν παραδοσιακά στοιχεία, όπως είναι το χαρακτηριστικό ανάγλυφο γιλέκο και οι σειρές κοσμημάτων που στολίζουν τα χέρια και το θώρακα. Η περίτεχνη κόμμωση της εποχής συμπληρώνει την πόζα. Η άδεια καρέκλα στην οποία ακουμπά η εικονιζόμενη συντελεί στην συνθετική ισορροπία της σκηνής προσφέροντας επίσης στήριγμα για την επιθυμητή ακινησία, επιτρέποντας παράλληλα μια λιγότερο μετωπική πόζα.
-
Ο Παπάζογλου στην παρούσα εικόνα αποτυπώνει μια κοινωνική εκδήλωση στο νεόκτιστο σπίτι του Διαμαντή Βαενά στο χωριό Γκορέντση, τη σημερινή Κορησό Καστοριάς. Η θέση της περιοχής μεταξύ της Καστοριάς και της ανεπτυγμένης εμπορικά Κλεισούρας την θέτει ως σταθμό στις μεταφορές της εποχής, ενώ η καλαισθησία του εικονιζόμενου αρχοντικού φανερώνει ως ένα βαθμό την ανάπτυξη του οικισμού. Το κτίριο φέρει δύο ζώνες με την επάνω να διακοσμείται από επαναλαμβανόμενα ζωγραφικά φυτικά μοτίβα. Πάνω από το μεσαίο παράθυρο της πρόσοψης αναγράφεται η ημερομηνία «1906 Σεπτεμβρίου 20» σηματοδοτώντας πιθανώς την ημέρα των εγκαινίων και ίσως της φωτογράφισης χάριν ενθυμίου. Πλήθος κόσμου εμφανίζεται στην κεντρική είσοδο όσο και στα παράθυρα του πάνω ορόφου. Μεταξύ αυτών διακρίνεται η παρουσία ανθρώπων που φορούν φέσι, με βάση τις πολιτισμικές παραδόσεις της υπό οθωμανική κατοχή ακόμη περιοχής.
-
Η εικόνα αποτυπώνει μαθητές του Γυμνασίου Τσοτυλίου σε αναμνηστική φωτογραφία στο τέλος της σχολικής χρονιάς 1906-1907. Καθισμένοι διακρίνονται δύο καθηγητές, ο Ιορδάνης Σεφεριάδης των ελληνικών από τη Νίγδη της Μικράς Ασίας (στα αριστερά) και ο Θεμιστοκλής Μοσχίδης των τουρκικών από τη Ραιδεστό. Διακρίνεται ένα τραπέζι με βιβλία πάνω στο οποίο οι δύο άντρες ακουμπούν τα χέρια τους, υποδηλώνοντας πως βρίσκονται σε οικείο περιβάλλον. Ο μουσαμάς στο βάθος μας πληροφορεί για την ιδιότητα των φωτογραφιζομένων και τη χρονολογία φοίτησής τους, πλαισιώνοντας κατάλληλα τη σκηνή. Το επίσημο, ευρωπαϊκών αναφορών, ντύσιμο των εικονιζόμενων φανερώνει το κύρος του εκπαιδευτικού ιδρύματος, τη σημασία που δίδεται στην περίσταση καθώς και την εξελισσόμενη διαδικασία εκδυτικισμού.
-
Στη φωτογραφία εικονίζεται η πολυμελής Καστοριανή οικογένεια του Πέτρου και της Ουρανίας Μπακάλη. Μικροί και μεγάλοι ποζάρουν με τα καλά τους στο φακό με ένα υπομειδίαμα να διακρίνεται σε ορισμένα πρόσωπα. Το προσεγμένο δυτικότροπο ντύσιμο παραπέμπει περισσότερο σε οικογένεια αστικής καταγωγής. Με κεντρικές και στέρεες τις καθιστές φιγούρες των πρεσβυτέρων στο κέντρο του κάδρου,ο Παπάζογλου στήνει μια συνεκτική και αρχιτεκτονικά δομημένη σύνθεση με ενοποιητικό στοιχείο το άγγιγμα των χεριών. Οι λεπτομέρειες των αντικειμένων που κρατούν τα μικρά παιδιά προσδίδει φυσικότητα και χαρακτήρα στην εικόνα, αφαιρώντας ίσως λίγη από την αμηχανία της διαδικασίας. Χαρακτηριστική σε πολλές φωτογραφίες είναι η ημιυπαίθρια αίσθηση που προκύπτει από το ζωγραφισμένο φόντο πίσω από τους ανθρώπους που ποζάρουν και το καλντερίμι στα πόδια τους.
-
Η εικόνα αποτυπώνει μια εξαμελή οικογένεια που φωτογραφίζεται στο χιονισμένο περιβάλλον ενός παραδοσιακού σπιτιού στην περιοχή της Καστοριάς. Τα μέλη της, ακόμα και τα νεαρά, στέκουν απέναντι στο φακό με ύφος σοβαρό. Η γλώσσα του σώματος υποδηλώνει το πλέγμα των υφιστάμενων σχέσεων. Το άγγιγμα στις οικογενειακές φωτογραφίες του Παπάζογλου προκύπτει μάλλον μετά από υπόδειξη του φωτογράφου και εξυπηρετεί εκτός από νοηματικούς και πρακτικούς ίσως σκοπούς, όπως τη στήριξη για την παραμονή αυτών που ποζάρουν σε στάση ακινησίας. Κάποιοι την ίδια στιγμή κρατούν και κάποιο αντικείμενο, πρακτική που ενδεχομένως υιοθετούνταν για να αποδοθεί φυσικότητα στη σκηνή αλλά και ο χαρακτήρας κάθε προσωπικότητας. Η ενδυματολογική αντίθεση παραδοσιακού και δυτικότροπου ύφους δεν μεταβάλλει την αίσθηση πως η οικογένεια φόρεσε τα καλά της για να τιμήσει τη διαδικασία της φωτογράφισης. Η ανοιχτή ομπρέλα στο φόντο ενδεχομένως εξυπηρετεί τον έλεγχο των φωτιστικών συνθηκών της λήψης.
-
Στη φωτογραφία εικονίζεται ένας άντρας καθισμένος να περιστοιχίζεται από τέσσερα αγόρια. Τα ενδυματολογικά στοιχεία και το χαρακτηριστικό φέσι που φορούν όλοι στο κεφάλι υποδεικνύει την πολιτισμική παράδοση των εικονιζόμενων προσώπων. Η στενή σχέση επιβεβαιώνεται από την επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους καθώς τα αγόρια ακουμπούν τα χέρια τους στον άντρα σε ένδειξη οικειότητας και εμπιστοσύνης. Ο ζωγραφισμένος μουσαμάς στο φόντο προσδίδει μια αρχαιοελληνική νότα ιστορικού κύρους. Η εικόνα, σε συνάρτηση με άλλες του ίδιου αρχείου, επικυρώνει τον πολυεθνικό χαρακτήρα της περιοχής, αλλά και το γεγονός ότι η αναμνηστική φωτογραφία συνιστούσε πρακτική εδραιωμένη ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής.
-
Η απεικόνιση νεκρών υπήρξε κυρίως τον 19ο αιώνα, χάρη στην υψηλή θνησιμότητα και την έλλειψη ακόμη απεικονίσεων του εαυτού, μια θεμιτή και συνήθης πρακτική. Η επικήδεια φωτογραφία, συνδεδεμένη με την ανάγκη της μνήμης, αποτελούσε ένα είδος αποχαιρετισμού στον νεκρό. Η υπαίθρια αυτή φωτογραφία και πολυπρόσωπη σύνθεση εικονίζει την κηδεία ενός ιερέα σε χωριό. Σε έναν πυκνό σχηματισμό, που καταλαμβάνει σχεδόν συμπαγώς όλο το μήκος του κάδρου, ο Παπάζογλου αποτυπώνει το ετερόκλητο πλήθος των κατοίκων του χωριού να ποζάρει γύρω από το ανοιχτό φέρετρο, στημένο με κλίση, ώστε να αποτυπωθεί ευκρινώς η μορφή του νεκρού. Παρατηρεί κανείς τις εκφράσεις συγκρατημένης θλίψης και αμηχανίας των προσώπων, τη σοβαρότητα που επιβάλλει η περίσταση και η ακινησία της πόζας. Η σημασία της θεματολογίας έγκειται στην απόδοση της κοινότητας που συναθροίζεται σε μια τελετή αναμνηστικής φωτογράφισης.
-
Ένα μέρος των φωτογραφικών καταγραφών του Στέργιου Τσιούμα μαρτυρά μια διάθεση διακριτικά αυτοβιογραφική, σαν κάποιος να κρατά ένα άτυπο ημερολόγιο. Η εικόνα αποτυπώνει αίθουσα της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, χώρο οικείο στον φωτογράφο καθώς κατά τη χρονολογία λήψης (1975) φοιτά στο τμήμα Αρχιτεκτονικής. Στην εικόνα κυριαρχεί η παρουσία μιας μεγάλης αφίσας με μια χιουμοριστική εκδοχή της Μόνα Λίζα που εδώ χαμογελά χωρίς δισταγμό. Η άτακτη τοποθέτηση σκαμπό και τραπεζιών στο πρώτο πλάνο υπονοεί την κινητικότητα που προηγήθηκε της λήψης ενδεχομένως στα πλαίσια κάποιας φοιτητικής δραστηριότητας.
-
Κινούμενος προς τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα προς την περιοχή της Νέας Ελβετίας, ο Στέργιος Τσιούμας κατέγραψε με τον φακό του άποψη από τον περίβολο του ενεργού ακόμη εργοστασίου Κεραμοποιίας Αλλατίνη το 1979. Συγκεκριμένα εικονίζεται ο πέτρινος τοίχος που περιφράσσει τον χώρο του εργοστασίου με προεξέχουσα σε ύψωμα την σκοπιά επιτήρησης των εγκαταστάσεων, ανάγκη που ίσως επιβαλλόταν από τη φύση των παραγόμενων προϊόντων, η αποθήκευση των οποίων πιθανότατα γινόταν σε εξωτερικό χώρο. Η κεραμοποιία, η οποία ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, άφησε εκτός των άλλων και αρχιτεκτονικά το στίγμα της στην πόλη ιδιαίτερα στο πεδίο της βιομηχανικής κληρονομιάς.
-
Σε αντίθεση με τις περισσότερες φωτογραφίες του Στέργιου Τσιούμα από τις οποίες εκλείπει η ανθρώπινη παρουσία, στη συγκεκριμένη τα 3/4 της εικόνας καταλαμβάνει το πλήθος κόσμου που ακολουθεί τη λιτανεία του Αγίου Δημητρίου επί της οδού Εγνατίας. Η λήψη πραγματοποιείται στα μέσα της δεκαετίας του '80 και αποτυπώνει μια καθιερωμένη θρησκευτική τελετή που περιλαμβάνει την μεταφορά των ιερών εικόνων και λειψάνων του Αγίου, τα οποία βρίσκονται εκτός πλάνου και πιθανότατα προπορεύονται. Στην πρώτη γραμμή της πομπής διακρίνεται η παρουσία ένστολων, ενώ το πλήθος ακολουθεί σε πυκνό σχηματισμό, ο οποίος αποτυπώνεται έντεχνα με την επιλογή σημείου λήψης που βρίσκεται ψηλά. Η συγκυριακή στενή συνύπαρξη των ανθρώπων βρίσκεται εδώ στο κέντρο της προσοχής χωρίς υπόνοια αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος.
-
Σε μια εποχή που η Θεσσαλονίκη μετασχηματίζεται σε μια θορυβώδη μεγαλούπολη η οποία προσπαθεί να αφομοιώσει τις σύγχρονες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική, την πολεοδομία και τη δημόσια ζωή, το ανήσυχο βλέμμα του φοιτητή Στέργιου Τσιούμα στρέφεται και σε σημεία της πόλης στα οποία καθυστερεί ακόμη η επέλαση του εκσυγχρονισμού. Η λήψη πραγματοποιείται στην περιοχή του Αγίου Θεράποντα στην κάτω Τούμπα το 1974 και εικονίζει ιδιωτική κατοικία αποδίδοντας τη συνοικιακή ατμόσφαιρα, όπου ο δημόσιος χώρος συνιστά τόπο καθημερινής ζύμωσης. Το μικρό χαμηλό σπίτι, την αυλή του οποίου σκιάζει η κληματαριά με την πρόχειρη περίφραξη στην οποία στηρίζονται κλουβιά και σειρές από γλάστρες, δημιουργεί ένα σκηνικό που παραπέμπει σε χωριό. Ο φωτογράφος με τη λιτή και άμεση προσέγγισή του αποτυπώνει την πολυποίκιλη φυσιογνωμία της πόλης αποδίδοντας την ταυτότητα της κάθε περιοχής. Χρόνια μετά η ανέμελη βόλτα του για τη συλλογή φωτογραφιών αποκτά και ιστορική διάσταση καταγράφοντας το ήθος και την κοινωνική συνθήκη μιας εποχής.
-
Η ανήσυχη βόλτα του φωτογράφου αποδίδει εικόνες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα όψεων της Θεσσαλονίκης πληροφορώντας μας για το αρχιτεκτονικό και έμμεσα για το κοινωνικό μωσαϊκό της. Εκτός των εικόνων που αποτυπώνουν την αίγλη παλιών οικιών ή τον σύγχρονο χαρακτήρα πολυώροφων πολυκατοικιών στο κέντρο της πόλης, ο Στέργιος Τσιούμας συμπεριλαμβάνει στο κάδρο του εικόνες από εγκαταλελειμμένα ή υπό κατάρρευση κτίρια αλλά και παράγκες από τα δυτικά κυρίως περίχωρα της πόλης. Η πρόχειρα φτιαγμένη παράγκα της φωτογραφίας φωτογραφήθηκε το 1975 στην περιοχή του Δενδροποτάμου, μια αυτοσχέδια κατασκευή που συντίθεται από διαφορετικά έτοιμα υλικά, μάρτυρας της ένδειας και των δυσκολιών επιβίωσης των κατοίκων της περιοχής. Η φωτογραφία γεννά τη μεγαλύτερη δυνατή αντίθεση με τις υπόλοιπες του Τσιούμα από την αστική αρχιτεκτονική ή τις ανεγειρόμενες πολυκατοικίες, που αποπνέουν μια αίσθηση ασφάλειας και ευζωίας.
-
Το δημιουργικό βλέμμα του Στέργιου Τσιούμα περιεργάζεται την αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης επιλέγοντας κτίρια και ιδιωτικές κατοικίες ιδιαίτερου ύφους. Στη φωτογραφία εικονίζεται το εσωτερικό μιας οικοδομής στην οδό Φιλίππου με χρονολογία λήψης το 1981. Ο φωτογράφος αποτυπώνει την αρχοντική αισθητική του χώρου εστιάζοντας στο κλιμακοστάσιο με έμφαση στην καμπύλη ροή της ξύλινης κουπαστής και τη διακόσμηση που φέρουν τα κάγκελα της σκάλας, η γεωμετρία των οποίων προβάλλεται ως σκιά επίσης στον τοίχο. Η αποτύπωση τέτοιων αφαιρετικού χαρακτήρα λεπτομερειών μαρτυρά την καίρια ματιά του φωτογράφου, ενώ την ίδια στιγμή η χωρίς ιστορική πρόθεση καταγραφή του εξασφαλίζει μια ελευθερία διατύπωσης που στο πέρασμα του χρόνου εκτός από την αισθητική αναδεικνύει και την ιστορική διάσταση.
-
Σε μια φωτογραφία του 1975, ο Στέργιος Τσιούμας αποδίδει τμήμα της οδού Κομνηνών με το φακό στραμμένο προς το θαλάσσιο μέτωπο. Η εξωστρεφής λήψη πραγματοποιείται από κάποιο ύψος και αποδίδει με ευκρίνεια το αστικό τοπίο όπως λούζεται από το φυσικό φως. Η καθημερινότητα των πεζών, τα άτακτα σταθμευμένα αυτοκίνητα, οι επιγραφές των ξενοδοχείων, οι πυλώνες και τα καλώδια της ΔΕΗ συνθέτουν μια εικόνα πλούσια και ελαφρώς θορυβώδη. Ο πλατύς δρόμος με τα δέντρα εκατέρωθεν και τα οχήματα εποχής μεταφέρει την αύρα της δεκαετίας του '70 τεκμηριώνοντας μια διαφορετική άποψη της περιοχής από αυτή που αντικρίζει ο σύγχρονος διαβάτης. Η περιπλάνηση του νεαρού τότε φωτογράφου αποδίδει ντοκουμέντα για μια όψη και συνθήκη της πόλης που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
-
Στο πλαίσιο των φωτογραφικών του πειραματισμών, ο φοιτητής τότε Στέργιος Τσιούμας συμπεριλαμβάνει και το πορτραίτο. Η φωτογραφία συνιστά ειδική περίπτωση καθώς δεν ακολουθεί το πνεύμα της πλειονότητας των υπολοίπων που εμμένουν στην αποτύπωση του αστικού τοπίου και της αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης. Ο Τσιούμας απαθανατίζει εδώ έναν νεαρό άντρα ντυμένο με κοστούμι, πιθανώς ηθοποιό ή φοιτητή δραματικής σχολής. Η πλευρικά φωτισμένη μορφή του εντείνει τη θεατρικότητα και το δραματικό ύφος όπως ήδη διαγράφεται από το έντονο μακιγιάζ και την έκφραση του προσώπου. Σκιά και φως δομούν και νοηματοδοτούν την εικόνα καθώς η ιδιαίτερη μορφή αιωρείται μεταφορικά μεταξύ ορατότητας και αορατότητας, στοιχείο που συνιστά επίσης σχόλιο για τη φωτογραφία που ως μέσο μπορεί να φωτίζει και την ίδια στιγμή να αποκρύπτει την πραγματικότητα.
-
Μια ενότητα φωτογραφιών του Στέργιου Τσιούμα αποτυπώνει εικόνες από τον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η παρούσα λήψη χρονολογείται στα 1977 και εικονίζει απόψεις κτιριακών εγκαταστάσεων σε μία εποχή μάλλον ανενεργή για την Έκθεση, όπως τονίζουν τα καλώδια που κρέμονται. Η προσοχή εδώ επικεντρώνεται στην εσωτερική δομή ενός κτιρίου και στο κλιμακοστάσιό του με έμφαση στις γεωμετρίες που τονίζονται από τις αντιθέσεις ανάμεσα σε φωτεινές και σκοτεινές ζώνες. Διαφοροποιημένη από άλλες αντίστοιχες, η φωτογραφία αυτή δεν δίνει τόσο έμφαση στη μοντερνιστική αίγλη των επιβλητικών περιπτέρων της Έκθεσης και στην αίσθηση εκσυγχρονισμού όσο αποδίδει μια κάπως ρομαντική εικόνα ερήμωσης.